προαιρετικά

προαιρετικά
προαιρετικός
inclined to prefer
neut nom/voc/acc pl
προαιρετικά̱ , προαιρετικός
inclined to prefer
fem nom/voc/acc dual
προαιρετικά̱ , προαιρετικός
inclined to prefer
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαιρετικά — επίρρ. τροπ., με δική μου θέληση (αντίθ. υποχρεωτικά): Ο καθένας προαιρετικά μπορεί να προσφέρει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαιρετικάς — προαιρετικά̱ς , προαιρετικός inclined to prefer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • вольныи — (178) пр. 1.Действующий по собственной воле: и почаша Володимерци молвити. мы ѥсмы волна˫а кнѩзѩ при˫али к собѣ. и кр(с)тъ цѣловали на всемь. а си ˫ако не свою волость творита. ЛЛ 1377, 126 об. (1176); то же ЛИ ок. 1425, 24 (1175); что ѥсть жена …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • επίφυτα — Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα. Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά… …   Dictionary of Greek

  • μυΐαση — η (ιατρ. κτην.) παρασιτική νόσος που οφείλεται στις προνύμφες ορισμένων ειδών μυγών που είναι προαιρετικά παράσιτα, οπότε προκαλούν επιπολής μυϊάσεις ή μυϊάσεις τών πόρων τών φυσικών κοιλοτήτων, ή είναι υποχρεωτικά παράσιτα, οπότε προκαλούν… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”